- μπλέκομαι
- μπλέκομαι, μπλέχτηκα, μπλεγμένος βλ. πίν. 26
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αγκριώνω — αγκιστρώνομαι από κάτι, μπλέκομαι, «πιάνομαι» σε αγκαθωτά κυρίως φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek
ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… … Dictionary of Greek
εντυλίσσω — ἐντυλίσσω (AM) τυλίγω μέσα σε κάτι, περιτυλίγω («λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ», ΚΔ) μσν. μέσ. μπλέκομαι, μπερδεύομαι … Dictionary of Greek
καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) … Dictionary of Greek
μετέχω — (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω) έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ. β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.) | νεοελλ. έχω μέσα μου,… … Dictionary of Greek
μεταμπερδεύω — και μεταμπερδένω μπλέκομαι ξανά, περιπλέκομαι εκ νέου, ξαναμπλέκω … Dictionary of Greek
μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
νταίνω — 1. βρίσκω τυχαία κάποιον ή κάτι, συναντώ κατά τύχη 2. αντιμετωπίζω εχθρό, πολεμώ κάποιον 3. σκαλώνω, μπλέκω («το παραγάδι σήμερα άντεσε πολλές φορές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταίνω «συναντώ, μπλέκομαι» με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
παρεμπλέκω — Α [εμπλέκω] 1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων 2. μέσ. παρεμπλέκομαι α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι γ) εισάγω άνδρες στην τάξη τού στρατεύματος 3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν … Dictionary of Greek
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek